Γενικά
Η πάθηση αυτή χαρακτηρίζεται από απότομη και συχνά πλήρη απώλεια της όρασης από το ένα μάτι, χωρίς όμως πόνο. Αντικειμενικά, διαπιστώνεται κατάργηση του φωτοκινητικού αντανακλαστικού. Με την οφθαλμοσκόπηση ο αμφιβληστροειδής, ιδιαίτερα στο πίσω μέρος του βυθού, φαίνεται γαλακτόχρωμος και οιδηματώδης. Στο μέσο της γαλακτόχρωμης απόχρωσης του βυθού φαίνεται η ωχρά κηλίδα που διατηρεί την κόκκινη κερασόχρωμη απόχρωσή της και έρχεται σε χρωματική αντίθεση με τον λευκό αμφιβληστροειδή που βρίσκεται γύρω από αυτή.
Απόφραξη Αρτηρίας Αμφιβληστροειδούς
Το οίδημα του αμφιβληστροειδούς εντοπίζεται στη στιβάδα των γαγγλιακών κυττάρων. Η κερασόχρωμη απόχρωση της ωχράς κηλίδας δημιουργείται γιατί η ωχρά κηλίδα είναι λεπτή, δεν έχει γαγγλιακά κύτταρα και ως εκ τούτου μέσα από αυτή φαίνεται κανονικά ο χοριοειδής που φέρει όπως είναι γνωστό πλούσια αιμάτωση. Τα αγγεία του αμφιβληστροειδούς επιπρόσθετα είναι πολύ στενά.
Μετά από λίγες ημέρες το οίδημα του αμφιβληστροειδούς εξαφανίζεται. Η οπτική όμως θηλή γίνεται λευκή και ατροφική λόγω της εκφύλισης των γαγγλιακών κυττάρων και των νευρικών ινών.
Η πρόγνωση είναι βαριά και η νόσος καταλήγει σε τύφλωση.
Σε περιπτώσεις που υπάρχει η θηλοωχρική αρτηρία, διατηρείται μέρος της όρασης.
Η αρτηρία αυτή ως γνωστό προέρχεται από τη χοριοειδική κυκλοφορία και τροφοδοτεί την περιοχής της ωχράς.
Απόφραξη κλάδου της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς.
Σε μερικές περιπτώσεις η απόφραξη περιορίζεται σε κλάδο της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς. Περισσότερο επιρρεπής είναι ο άνω κροταφικός κλάδος.
Σε προσβολή αυτού έχουμε επιπτώσεις στην ωχρά κηλίδα και την κεντρική όραση.
Στην απόφραξη κλάδου της κεντρικής αρτηρίας χάνεται τμήμα του οπτικού πεδίου αντίστοιχα προς την περιοχή που αρδεύεται από το αγγείο που αποφράσσεται.
Με την οφθαλμοσκόπηση η περιοχή της απόφραξης φαίνεται λευκωπή και τα αγγεία εκεί είναι πολύ στενά. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται μέσα στην φραγμένη αρτηρία το έμβολο που έχει συνήθως κίτρινο χρώμα.
Η πρόγνωση της απόφραξης του κλάδου ευνόητα είναι καλύτερη από αυτή της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς.
Η απόφραξη της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς συχνά δημιουργείται από εμβολικά στοιχεία της συστηματικής κυκλοφορίας που βρίσκονται μακριά από το αγγειακό δίκτυο του αμφιβληστροειδούς. Την πιο συνηθισμένη αιτία αποτελούν οι αθηρωματικές πλάκες της κοινής καρωτίδας. Σπανιότερα τα έμβολα προέρχονται από τις βαλβίδες της καρδιάς.
Θεραπεία αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς.
Η θεραπεία εξαρτάται από την ταχύτητα αντιμετώπισης της απόφραξης. Ο αμφιβληστροειδής αποτελώντας μέρος του κεντρικού νευρικού συστήματος δεν μπορεί να αντεπεξέρθει σε ισχαιμία που διαρκεί πάνω από 1-2 ώρες το πολύ. Μετά το δίωρο, δημιουργούνται ανεπανόρθωτες βλάβες. Μέσα στην πρώτη ώρα από την προσβολή συνιστώνται εισροφήσεις CO2 για να επιτευχθεί αγγειοδιαστολή.
Επίσης συνιστάται η παρακέντηση του προσθίου θαλάμου για να μειωθεί η ενδοφθάλμια πίεση και να κινηθεί το έμβολο της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς σε περιφερικότερες μοίρες του χιτώνα αυτού.
Γενικά, πρέπει να αναφερθεί ότι η θεραπευτική αντιμετώπιση τις περισσότερες φορές δεν δίνει το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Θεραπεία με Eylea (αφλιμπερσέπτη) Απόφραξη κεντρικής αρτηρίας αμφιβληστροειδούς.
Η αφλιμπερσέπτη (aflibercept), είναι η δραστική ουσία του φαρμάκου Eylea. Η ουσία αυτή αποκλείει τη δραστηριότητα μιας ομάδας παραγόντων, που είναι γνωστοί ως αγγειακοί ενδοθηλιακοί αυξητικοί παράγοντες (VEGF factors). Σε ασθενείς με απόφραξη της κεντρικής αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς, εμποδίζεται μια ή περισσότερες διακλαδώσεις του κύριου αιμοφόρου αγγείου που μεταφέρει το αίμα μακριά από τον αμφιβληστροειδή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα επίπεδα των αγγειακών παραγόντων (VEGF factors) αυξάνονται προκαλώντας οίδημα της ωχράς κηλίδας, το οποίο λόγω της συλλογής υγρού προκαλεί θολερότητες στην όρασή μας.
Πώς χορηγείται το Eylea;
Στην περίπτωση δευτεροπαθούς οιδήματος ωχράς κηλίδας από απόφραξη κεντρικής φλέβας ή αρτηρίας αμφιβληστροειδούς εφαρμόζεται εξατομικευμένη θεραπεία , η οποία καθορίζεται από το γιατρό σας. Η συχνότητα των ενέσεων καθορίζεται από τον αρμόδιο οφθαλμίατρο. Συνήθως οι ενέσεις γίνονται ανά μήνα. Σε κάθε περίπτωση ο γιατρός θα κρίνει αν ένας ασθενής θα πρέπει να συνεχίσει ή να διακόψει τη θεραπεία του με ενδοβολβικές ενέσεις. Καθοριστικός παράγοντας είναι η βελτίωση ή όχι της κατάστασης, γεγονός που κρίνεται από μετρήσεις τόσο της οπτικής οξύτητας, αλλά κυρίως από την οπτική τομογραφία συνοχής (OCT).