Μπορούμε να παρομοιάσουμε το μάτι μας με μια φωτογραφική μηχανή, όπου ο αμφιβληστροειδής αποτελεί το φιλμ πάνω στο οποίο αποτυπώνεται το είδωλο της εικόνας που παρατηρούμε.
Η περιοχή που ευθύνεται για την κεντρική μας όραση και για την αναγνώριση προσώπων λέγεται ωχρά κηλίδα και βρίσκεται στο κέντρο του αμφιβληστροειδούς.
Η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη είναι μια ημιδιαφανής μεμβράνη ινώδους ιστού που δημιουργείται πάνω στον αμφιβληστροειδή. Ουσιαστικά πρόκειται για ουλώδη ιστό, ο οποίος αναπτύσσεται γύρω και πάνω στην ωχρά.
Η ωρίμανση της μεμβράνης προκαλεί συστολή και ρίκνωση που οδηγεί σε παραμόρφωση της εικόνας στον αμφιβληστροειδή, με αποτέλεσμα η ωχρά να μη λειτουργεί σωστά και οι ασθενείς να αντιμετωπίζουν προβλήματα σε απαιτητικές εργασίες όπως το διάβασμα.
Σε προχωρημένα στάδια η όραση ελαττώνεται, ιδιαίτερα όταν η μεμβράνη βρίσκεται στο κέντρο της ωχράς.
Συνήθως η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη παρατηρείται σε άτομα τα οποία δεν είχαν προηγούμενο οφθαλμολογικό ιστορικό, αλλά βρίσκονται σε ηλικία άνω των 50 ετών. Η συχνότητά της αυξάνεται όσο αυξάνεται η ηλικία, όπου το 20% του πληθυσμού εμφανίζει επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη στα 70 περίπου έτη.
Το υαλώδες σώμα ή υαλοειδές βρίσκεται μπροστά από τον αμφιβληστροειδή και γεμίζει το βολβό του ματιού, δίνοντάς του σχήμα.
Αποτελείται από ένα ζελέ το οποίο μετά τα 50 έτη λόγω χαλάρωσης αρχίζει και ρευστοποιείται.
Οι αλλαγές αυτές του υαλώδους επιτρέπουν σε κύτταρα του αμφιβληστροειδούς, αλλά και σε άλλα μέρη του ματιού να κυκλοφορήσουν μέσα στο ζελέ και τελικά να εγκατασταθούν στην ωχρά κηλίδα, όπου σχηματίζουν μία μεμβράνη.
Ενίοτε η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη μπορεί να προκληθεί δευτερογενώς από κάποιο προηγούμενο οφθαλμικό πρόβλημα όπως ρήξη ή αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, τραύμα, φλεγμονή κ.ά.
Οι ασθενείς σε αρχικά στάδια της νόσου δεν αναφέρουν συμπτώματα και αυτό διότι η μείωση της όρασης εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Ωστόσο, μελέτες δείχνουν ότι 10-25% των ασθενών χάνουν 2 γραμμές μέσα σε 2 χρόνια.
 |
 |
Συμπτώματα της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης
Συνήθη συμπτώματα της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης αποτελούν επίσης οι παραμορφώσεις των ευθείων γραμμών και η διπλωπία από το ένα μάτι.
Παρά την απώλεια της κεντρικής όρασης ωστόσο, η επιαμφιβληστροειδική μεμβράνη δεν προκαλεί ολική τύφλωση, καθώς η περιφερική όραση φαίνεται να μένει ανέπαφη.
Η διάγνωση της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης
Η κλινική διάγνωση της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης πραγματοποιείται με τη βυθοσκόπηση στη σχισμοειδή λυχνία. Η μείωση της οπτικής οξύτητας, καθώς και η αίσθηση ότι οι αριθμοί στον οπτότυπο ή οι γραμμές στον πίνακα Amsler παραμορφώνονται (Εικόνα 2β) μπορούν να μας δώσουν μια ποιοτική εκτίμηση για το μέγεθος της παραμορφωψίας. Επίσης, η διαγνωστική εξέταση της φλουοροαγγειογραφίας (λήψη φωτογραφιών μέσω έγχυσης χρωστικής ουσίας) μπορεί να αποκαλύψει με ακρίβεια το μέγεθος της βλάβης στο βυθό του ματιού.
Η οπτική τομογραφία συνοχής (OCT) ως απεικονιστική μέθοδος είναι σημαντική για την επιβεβαίωση της νόσου, καθώς παρέχει τρισδιάστατες διαστρωματικές εικόνες υψηλής ανάλυσης σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
Μπορεί να ανιχνεύσει λεπτές επιαμφιβληστροειδικές μεμβράνες και είναι επωφελής τόσο για την πρόγνωση της νόσου, όσο και στη διαχείριση της αντιμετώπισης καθώς η αξιολόγηση της κάθε σάρωσης μπορεί να βοηθήσει το γιατρό στην καλύτερη προσέγγιση αφαίρεσης της μεμβράνης.
Θεραπεία της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης
Η θεραπεία της επιαμφιβληστροειδικής μεμβράνης αποφασίζεται όταν τα συμπτώματα της παραμορφωψίας γίνονται έντονα και η οπτική οξύτητα μειώνεται περίπου στα 6/10. Η αφαίρεση της μεμβράνης πραγματοποιείται χειρουργικά, αφού έχει προηγηθεί υαλοειδεκτομή, όπου η γέλη του υαλώδους αντικαθίσταται από φυσιολογικό ορό στο εσωτερικό του ματιού.
Ο περιορισμός και η εξάλειψη των παραμορφώσεων της κεντρικής όρασης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το ιστορικό του ασθενούς, η προεγχειρητική οπτική οξύτητα και η διάρκεια της διαταραχής. Στις ιδιοπαθείς περιπτώσεις μετεγχειρητικά παρουσιάζεται βελτίωση ≥2 γραμμών στον πίνακα με τους αριθμούς. Στους περισσότερους ασθενείς η όραση βελτιώνεται στους πρώτους 3-6 μετεγχειρητικούς μήνες, ενώ ορισμένοι μπορεί να εμφανίσουν βελτίωση μετά από 1 χρόνο. Σε κάθε περίπτωση σημαντικός προγνωστικός δείκτης της τελικής οπτικής οξύτητας είναι η προεγχειρητική μέτρηση.
Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία >75% των ασθενών εμφανίζουν βελτίωση της οπτικής οξύτητας μετεγχειρητικά, κυρίως στις ιδιοπαθείς περιπτώσεις. Μόλις σε ποσοστό 5% έχει παρατηρηθεί μείωση της όρασης σε μεμβράνες που αναπτύσσονται δευτεροπαθώς.
Ο χώρος του χειρουργείου θα πρέπει να διέπεται από αυστηρούς κανόνες υγιεινής για να αποφευχθεί ο κίνδυνος ενδοφθάλμιας μόλυνσης. Η φυσιολογική εξέλιξη του καταρράκτη είναι πιθανό να επιταχυνθεί μετεγχειρητικά, ενώ κατά τις μετεγχειρητικές επισκέψεις θα πρέπει να γίνεται βυθοσκόπηση προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς.